- υπόζοφος
- -ον, Μ1. αυτός που βρίσκεται κάτω από βαθύ σκοτάδι2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόζοφοςτο βαθύ σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ζόφος «βαθύ σκοτάδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek